My Blogger Tricks

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό : συστήματα και κρίσεις...

Το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα, τα οποία καλείτε να επιλύσει η Κυβέρνηση. Για την κατανόησή του θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι υφίστανται δύο εκ διαμέτρου αντίθετα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Είναι γνωστά ως ανταποδοτικό ( το οποίο οι περισσότεροι Έλληνες νομίζουν ότι  ισχύει σήμερα) και το αναδιανεμητικό ( το οποίο εφαρμόζεται  πραγματικά στη χώρα).
Στο ανταποδοτικό σύστημα ισχύει ότι ο κάθε ασφαλισμένος (εργαζόμενος, επαγγελματίας, κ.ά.) πληρώνει εισφορές σε ασφαλιστικό οργανισμό, ο οποίος μπορεί να είναι δημόσιος ή ιδιωτικός και του οποίου η επιλογή ανήκει στον ίδιο τον εργαζόμενο ή στον εργοδότη του. Ο ασφαλιστικός οργανισμός αποδέχεται τις εισφορές ως μακροπρόθεσμες καταθέσεις και στη συνέχεια τις επενδύει με διάφορες τοποθετήσεις, οι οποίες, λόγω του μακροπρόθεσμου χαρακτήρα τους εμφανίζουν ικανοποιητικές αποδόσεις. Είναι σύνηθες σε πολλές χώρες όπου εφαρμόζεται το σύστημα αυτό, ο ασφαλισμένος να έχει τον κύριο λόγο απόφασης στην όποια επενδυτική τοποθέτηση των εισφορών του από τον οργανισμό στο εσωτερικό ή το εξωτερικό.
Στο σύστημα αυτό ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να σταματήσει να πληρώνει εισφορές και να λαμβάνει σύνταξη σε ηλικία, η οποία είτε είναι προκαθορισμένη ή και ελεύθερη, επηρεάζοντας όμως το ύψος της σύνταξης. Η ονομασία του συστήματος πηγάζει από το γεγονός ότι το ύψος των συντάξιμων αποδοχών εξαρτάται μόνο από τις εισφορές και επιλογές του ασφαλισμένου, ενώ το κράτος έχει μικρή επιρροή, αλλά και συμμετοχή στην όλη διαδικασία. Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα εμφανώς, ουδεμία σχέση έχει με όλα αυτά, πλην μερικών ανεξάρτητων ονομαζόμενων και «ευγενών» ταμείων, ελλειμματικών και μη (τραπεζών, ΔΕΚΟ, κ.ά.), τα οποία όμως μετά  από ψήφιση σχετικής νομοθεσίας εντάχθησαν στο ΙΚΑ.
Στο αναδιανεμητικό σύστημα η κοινωνική ασφάλιση λειτουργεί ως συγκοινωνούντα δοχεία, όπου οι ασφαλισμένοι πληρώνουν εισφορές οι οποίες αναδιανέμονται άμεσα ως συντάξεις στους νυν συνταξιούχους. Το ίδιο στη συνέχεια θα ισχύσει και για τους ασφαλισμένους του σήμερα όταν συνταξιοδοτηθούν. Από τις διαθέσιμες εισφορές τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν αποθεματικά για τυχόν μεσοπρόθεσμες ανάγκες τους. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στη διαδικασία της αναδιανομής των πόρων την οποία αναλαμβάνει σχεδόν πάντοτε κρατικός φορέας, ο δε ασφαλισμένος έχει ως μόνους μοχλούς πίεσης τα σωματεία των εργαζομένων - ασφαλισμένων και τη ψήφο του κατά την εκλογική διαδικασία.
Στο σύστημα αυτό η σύνταξη είναι μεν ανάλογη των εισφορών, δεν είναι όμως και υποχρεωτικό το ύψος της να αντιστοιχεί σε αυτές. Ισχύει βέβαια ότι συνταξιούχος με υψηλές εισφορές θα λάβει μεγαλύτερη σύνταξη από  άλλον αντίστοιχο,  αλλά με χαμηλότερες από τον ίδιο ασφαλιστικό φορέα (ταμείο). Αλλά η κάθε σύνταξη μεμονωμένα, δύναται να είναι χαμηλότερη ή υψηλότερη των εισφορών, τις οποίες έχει καταβάλει κατά τη διάρκεια της ασφάλισής του ο δικαιούχος, με απόφαση του ασφαλιστικού φορέα ή της κυβέρνησης (ΟΓΑ, κ.ά.).
Στο αναδιανεμητικό σύστημα  το ύψος των καταβαλλομένων συντάξεων εξαρτάται και από τους  διάφορους οικονομικούς παράγοντες. Η ανεργία είναι ίσως ο κυριότερος παράγοντας, γιατί επηρεάζει τις εισφορές οι οποίες εισπράττονται και συνεπώς υπάρχουν λιγότερα χρήματα για να αναδιανεμηθούν σε συντάξεις. Τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών, καθώς και ο τρόπος διαχρονικής διαχείρισής τους αποτελούν έτερο παράγοντα. Ακόμη ένας παράγοντας είναι οι προσδοκίες από την πορεία της οικονομίας και ιδιαίτερα των αγορών, εκεί όπου θα τοποθετηθούν τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων, τόσο από πλευράς αποδόσεων όσο και από πλευράς κινδύνων.
Στην Ελλάδα, το ήδη ισχύον αναδιανεμητικό σύστημα αντιμετωπίζει σήμερα αρνητικά σχεδόν όλους τους παραπάνω παράγοντες. Η υψηλή ανεργία σε συνδυασμό με την εισφοροδιαφυγή ή και εισφοροαποφυγή αποτελούν βασική πληγή του συστήματος. Στη συνέχεια έρχονται τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών τα οποία λεηλατήθηκαν διαχρονικά με πολλούς τρόπους. Είναι γνωστά τα γεγονότα, όπως η  μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1999, η υπόθεση με τα δομημένα ομόλογα του 2005-2007, το PSI του 2011 και ο αναγκαστικός δανεισμός στην κυβέρνηση το 2015. Για δε την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι εκκρεμότητες με την αξιολόγηση του οικονομικού προγράμματος και τη διευθέτηση του χρέους, την αφήνουν στάσιμη στους οίκους αξιολόγησης και δεν ευνοούν τις όποιες προσδοκίες για ανάκαμψη.
Αν σε όλους τους παραπάνω παράγοντες προσθέσουμε και τη διαχρονική κάκιστη διαχείριση του ασφαλιστικού συστήματος από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, η οποία προχωρούσε σε ανεξέλεγκτες παροχές για ψηφοθηρικούς λόγους, γίνεται αντιληπτό γιατί η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα είναι πλέον αδύνατον να καλυφθεί από τις τρέχουσες εισφορές. Από τέλος της δεκαετίας του ’80, το ύψος των συντάξεων  τις οποίες αναδιένειμε το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα ήταν σημαντικά υψηλότερο από το ποσό, το οποίο θα αντιστοιχούσε αν οι συντάξεις είχαν υπολογιστεί με τρόπο ανταποδοτικό ως προς τις εκάστοτε εισφορές. Είναι κατανοητό σε όλους, ότι η βιωσιμότητα ενός τέτοιου συστήματος θα κατέρρεε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η λύση η οποία προκρίθηκε διαχρονικά από τους κυβερνώντες,  ήταν να καλύπτονται τα ελλείμματα του ασφαλιστικού τομέα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ουσιαστικά το εκάστοτε έλλειμμα των ασφαλιστικών εισφορών καλύπτονταν από τα φορολογικά έσοδα όλων των φορολογουμένων πολιτών. Επειδή  όμως τα φορολογικά έσοδα της χώρας ποτέ δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες της, στις διάφορες δαπάνες υπέρβασης του κρατικού προϋπολογισμού τις οποίες κάλυπτε η ελληνική πολιτεία με δανεικά επί δεκαετίες, προσέθεταν και τα όποια ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος. Έτσι γιγαντώθηκε το χρέος της χώρας διαχρονικά και δημιούργησε το πρόβλημα.
Αναμφισβήτητα το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας σήμερα δεν είναι βιώσιμο, εφόσον τα έσοδα από τις εισφορές των ήδη ασφαλισμένων δεν επαρκούν για να αναδιανεμηθούν στις υπάρχουσες και στις αναμενόμενες βραχυπρόθεσμα συντάξεις. Επίσης η υπαγωγή της χώρας σε εποπτεία λόγω δανεισμού (μνημόνια), αφενός οδήγησε έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων σε πρόωρη συνταξιοδότηση και αφετέρου δεν επιτρέπεται (δανειστές), η όποια  αρνητική ασφαλιστική διαφορά να καλυφθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό και αυτό σημαίνει ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη πρέπει να μειωθεί άμεσα. Στο κλασσικό ερώτημα πως αυτό θα επιτευχθεί; Όλες οι Κυβερνήσεις των μνημονίων απάντησαν με τη μείωση των συντάξεων μεσοσταθμικά, αλλά είναι εμφανές τελικά εκ του αποτελέσματος ότι και οι πολλαπλές αυτές μειώσεις, δεν οδήγησαν στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.  
Η δικαιότερη λύση θα ήταν αν ο εξορθολογισμός του ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος, προχωρούσε αναλογικά σε περικοπές, στις μη δικαιολογημένες βάση των εισφορών τους, στις πολλαπλές στο ίδιο άτομο και στις μη νόμιμες καταβληθείσες συντάξεις. Οι προτάσεις  όμως του σχεδίου του νέου ασφαλιστικού νόμου αντιθέτως, περικόπτουν τις συντάξιμες αποδοχές των μελλοντικών γενεών συνταξιούχων με τη σημαντική μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης και όπως ήδη συζητείται και τις σημερινές υψηλές συντάξεις άνω των 1300 ευρώ. Το σκεπτικό είναι ότι η ρύθμιση αυτή θα επιφέρει το μικρότερο δυνατόν πολιτικό κόστος στους κυβερνώντες. Είναι γεγονός ότι, όταν οι αυριανοί θιγόμενοι συνταξιούχοι θα λάβουν τον λογαριασμό, κάποια άλλη κυβέρνηση θα υποστεί τις όποιες συνέπειες και ότι ο αριθμός των συνταξιούχων, οι οποίοι λαμβάνουν τις ως άνω υψηλές συντάξεις, είναι πολύ μικρός για να δημιουργήσει το όποιο πολιτικό πρόβλημα στην Κυβέρνηση. Αυτή άλλωστε ήταν και η στρατηγική που ακολουθήθηκε από όλη την ελληνική πολιτική κυβερνητική εξουσία διαχρονικά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Συμπερασματικά καθίσταται πασιφανές ότι με τον επιχειρούμενο ήδη συνδυασμό του ασφαλιστικού και του φορολογικού συστήματος, συντελείται στη χώρα μας η μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος μεταξύ γενεών και τάξεων, όλων των εποχών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου