Η Άννα διέσχισε με αργά βήματα την
κατάμεστη αίθουσα ακολουθούμενη από το θερμό χειροκρότημα των παρευρισκομένων
που σηκώνονταν από τις θέσεις τους για να την τιμήσουν καθώς προχωρούσε για το
βάθρο.
Καθώς κοιτούσε το πολύχρωμο
πλήθος που τη χειροκροτούσε ακόμη, στη μεγάλη σάλα του πολυτελούς ξενοδοχείου ο
νους της ταξίδεψε…
Ήταν δώδεκα ετών η Άννα όταν
ανακάλυψε το μικρό φάκελό της, στο ορφανοτροφείο της Θεσσαλονίκης. Επίθετο δίπλα στο
όνομά της δεν υπήρχε. Εμφανιζόταν όμως η λέξη νόθο «αγνώστων γονέων» και λοιπών στοιχείων να χαρακτηρίζει την καταγωγή
της. Την είχαν αφήσει, έξι μηνών παιδί, στην είσοδο του ορφανοτροφείου, χωρίς κανείς
από του γονείς της να δώσει ποτέ ξανά σημεία ζωής…
Οι γονείς που δε γνώρισε ζούσαν πάντα μέσα στην ψυχή
της, μαζί με τη λαχτάρα της κάποτε να τους συναντήσει.
Η ζωή της ήταν ένας συνεχής
αγώνας επιβίωσης, με συνταρακτικές στιγμές χαράς, αλλά και λύπης με την έλλειψη
της αγάπης των γονιών της να τη
σημαδεύει. Η Άννα, κατάφερε μέσα σε αντίξοες συνθήκες, μέσα σε φτώχεια,
μοναξιά, εγκατάλειψη και κάθε είδους δυσκολίες, αφού πάλεψε για την επιβίωσή της,
να πραγματοποιήσει όλα της σχεδόν τα
όνειρα... εκτός από εκείνο που ήταν να
ξαναβρεί τους γονείς της.
Κοιτώντας στο οβάλ κεντρικό τραπέζι,
όπου υπήρχε η κενή της θέση, αντάμωσε το πλατύ χαμόγελο του άντρα της, τη
χαρούμενη ματιά του γιού της και τον παιδικό ενθουσιασμό της κόρης της... μια
ευτυχισμένη οικογένεια, γεμάτη αγάπη και στοργή.
Η βαριά κουρτίνα πίσω της σηκώθηκε
αποκαλύπτοντας τα χαμογελαστά πρόσωπα δεκάδων παιδιών από διάφορες φυλές, μέλη
της “χορωδίας των προσφύγων”, που άστραψαν από χαρά καθώς την είδαν και άρχισαν μαζί να τραγουδούν… για την αγαπημένη
τους γιατρό, τη φίλη, την αδελφή, τη μάνα…
Όλοι όσοι είχαν το προνόμιο να
την γνωρίσουν, είχαν να πουν γι’ αυτήν τα ίδια λόγια: η Άννα δεν ήταν ένας
συνηθισμένος άνθρωπος. Ήταν ένας άγγελος που έπεσε στη Γη κατά λάθος, μια
γυναίκα που ήξερε μόνο να αγαπάει και να προσφέρει…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου