My Blogger Tricks

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

"Γυναίκες του Πόντου", ένα σύντομο αφήγημα

Πριν  ακόμη να χαράξει ο ήλιος , ποδοβολητά αλόγων ακούστηκαν   στα περίχωρα του Κοπουκιόι. Ο Λάμπρος πετάχτηκε από το κρεββάτι του και άρπαξε αμέσως το όπλο του. Η Μαρία  δίπλα του τον κοίταξε απορημένη
-Οι Τσέτες, της είπε ο Λάμπρος  και έτρεξε προς την  έξοδο του σπιτιού.
Είχαν παντρευτεί πριν 2 χρόνια. Στο Κοπουκιόι  το γλέντι πριν και μετά τον γάμο διήρκεσε  τρεις μέρες συνολικά.  Το μέλλον της Μαρίας διαφαινόταν ευτυχισμένο δίπλα στον Λάμπρο. Αγαπιόντουσαν από μικρά παιδιά. Από φτωχές αγροτικές οικογένειες του Δυτικού Πόντου και οι δυο τους αλλά «προκομμένα» παιδιά όπως έλεγε όλο το χωριό.
Μετά τον γάμο ήρθε ο πόλεμος, μετά η επανάσταση των νεότουρκων και έπειτα η απόβαση του Κεμάλ στον Πόντο.

Ο Κεμάλ δεν ήταν νεό-τουρκος, είχε την δική του ατζέντα για την κρατική υπόσταση που θα ακολουθούσε την διαλυμένη Οθωμανική αυτοκρατορία. Δεν άργησαν να διαφανούν οι βλέψεις τους και η προσήλωση του στην δημιουργία ενός καθαρού έθνους  με μια θρησκεία.

Τα βράδια ο Λάμπρος της  τα διηγούταν όλα αυτά και η Μαρία άκουγε και φοβόταν. Τι ήθελε από την ζωή της; Να παντρευτεί τον καλό της. Ο καλός της να είναι δουλευταράς και καλός Χριστιανός. Αυτή να ναι μια καλή και προκομμένη νοικοκυρά και να κάνουν πολλά παιδιά  

Τώρα μέσα στο δασώδες βουνό  βόρεια του Κοπουκιόι τα σκεφτόταν αυτά κοιτώντας την φωτιά και χαϊδεύοντας το όπλο της. Μαζί με αυτές τις σκέψεις έφερε ξανά στο μυαλό της εκείνο το χάραμα.

Ο Λάμπρος πετάχτηκε έξω από το σπίτι, γυμνός από την μέση και πάνω, κρατώντας την καραμπίνα του. Οι καβαλάρηδες Τσέτες, οι παραστρατιωτικές δηλαδή συμμορίες που δρούσαν συμπληρωματικά στον στρατό του Κεμάλ, προσέγγιζαν την αγροικία του ουρλιάζοντας και πυροβολώντας στον αέρα.
  Αυτός σημάδεψε και έριξε τρεις φορές καταφέρνοντας να σκοτώσει έναν και να τραυματίσει άλλον έναν  από τους Τσέτες που τώρα είχαν πλησιάσει πάρα πολύ κοντά του και με τα άλογα τους κάνανε έναν κύκλο τριγύρω του σημαδεύοντας τον. Ο επικεφαλής τους , του έριξε πρώτα στο ένα γόνατο και μερικά δευτερόλεπτα στο άλλο  ρίχνοντας τον κάτω.  Μετά κατέβηκε από το άλογο του , τον πλησίασε από πίσω αρπάζοντας τον από τα μαλλιά και έφερε ένα μαχαίρι στον λαιμό του...
   
...η Μαρία θυμόταν τον εαυτό της να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει...τα στήθη της βγάζαν φωτιές, τα πόδια της δεν άντεχαν άλλο...
 Ο Λάμπρος, λες και ήξερε πως θα ερχόταν αυτή η μέρα της είχε αγοράσει ένα πιστόλι και την είχε δασκαλέψει πως αν ποτέ γινόταν έτσι τα πράματα να εγκατέλειπε την αγροικία τους και να  πήγαινε στο διπλανό χωριό στα ξαδέρφια της. Επίσης την είχε συμβουλέψει πως αν κυκλωνόταν από τους Τσέτες να έφερνε το πιστόλι στον λαιμό της και να πατούσε την σκανδάλη, γιατί αν την έπιαναν ζωντανή θα την βίαζαν και θα την βασάνιζαν μέχρι να αφήσει την τελευταία της πνοή....λες και ήξερε πως θα ερχόταν αυτή η μέρα....

...όταν  ανέβηκε έναν λοφίσκο πίσω από τον οποίο βρισκόταν το χωριό με τους συγγενείς της  διέκρινε καπνούς. Από την κορυφή του λόφου είδε το χωριό παραδομένο στις φλόγες.΄Ο αγέρας έφερνε τα ουρλιαχτά , τις επευφημίες και τους πανηγυρισμούς των Τσετών ως τα αυτιά της. Είχαν πατήσει το πόδι τους και εκεί. Ένιωσε πως όλα είχαν χαθεί...

...αυτές οι αναμνήσεις από ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν ξαναερχόταν κάθε βράδυ που στεκόταν μέσα στο δασώδες βουνό Βόρεια του Κοπούκιοι και κοιτούσε την φωτιά. Πάντα ένα χέρι της χάιδευε ελαφρά την πλάτη και την παρηγορούσε. Ήταν η Όλγα η αναρχικιά από την Ρουσία, μια εντελώς διαφορετική κοπέλα  από την Μαρία.  Στην Τιφλίδα την καταζητούσαν και οι Μποσλεβίκοι θελαν το κεφάλι της. Βλέπεις η Ολιγκα , μετά την επανάσταση αντιτάχθηκε στους Μπολσεβίκους του Λένιν ‘όταν αυτοί διέλυσαν την ελεύθερη μορφή των  σοβιέτ εργατών –αγροτών και επέβαλλαν σε αυτά κομματικούς κομισάριους. Η Ολίγκα, η Όλγα από την Ρουσία, η δασκάλα , απλά πυροβόλησε να σκοτώσει  έναν από αυτούς τους σε διατεταγμένη υπηρεσία κομισάριους.
«Δυστυχώς δεν τα κατάφερα», είχε πει κάποτε στην Μαρία χαμογελώντας με πίκρα καθώς θυμόταν την πατρίδα της

Η Μαρία δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμα την λογική της Όλγας.
 Ούτε η Συμέλα , η κόρη του παπά  που μισούσε θανάσιμα κάθε τι το Τούρκικο και αγαπούσε κάθε τι το Ελληνικό μπορούσε να καταλάβει αν την Όλγα την αγαπούσε που ήταν Ελληνίδα ή την μισούσε που ήταν  αναρχικιά
  Η τέταρτη κοπέλα της συντροφιάς στο δασώδες βουνό, η Λένα, η χορεύτρια εξωτικών χορών στο καζίνο της Σαμψούντας , απλά αδιαφορούσε  για τις κόντρες των άλλων γυναικών , οι οποίες είτε προσπαθούσαν να ερμηνέψουν τον κόσμο, όπως η Μαρία, είτε να τον εκδικηθούν με τυφλό μίσος προς χάριν μιας  άυλης ιδέας και μιας θρησκείας , όπως η Συμέλα , είτε να τον αλλάξουν όπως η Όλγα.  Η ίδια απλά ήθελε να ξεφύγει απλά, για ακόμη μια φορά από την  δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, αυτήν του να βρίσκεσαι με άλλες τρεις γυναίκες εγκλωβισμένη σε μια τεράστια δασώδη περιοχή, με τους Τσέτες και τον Κεμάλ να  κάνουν πράξη μέρα με την  μέρα, βήμα το βήμα το σχέδιο τους για την δημιουργία ενός νέου κράτους, ενός νέου έθνους εις βάρος των υπολοίπων. Κοιτούσε την φωτιά και σκεφτόταν πόσα αδιέξοδα από παιδική ηλικία είχε καταφέρει να αντιπαρέλθει χρησιμοποιώντας την ομορφιά της και την εξυπνάδα της...μια ζωή με πολλά και μικρά αδιέξοδα....ένας πατριός βιαστής, μια μητριά στρίγγλα, ένας νταβατζής κλέφτης, μια Γαλλίδα χορεύτρια αντίζηλος που ήθελε να την πετάξουν  έξω από το καζίνο....πολλά και μικρά αλλά ποτέ ένα τόσο μεγάλο αδιέξοδο...

...τώρα έπρεπε τέσσερις διαφορετικές γυναίκες να τα βάλουν με έναν εμπειροπόλεμο στρατό, του οποίου ηγούνταν ένας άνθρωπος που ποτέ του δεν είχε χάσει καμία μάχη...

...ήταν τέσσερις διαφορετικοί χαρακτήρες που στην περιοχή εχθροί και φίλοι θα τις βάφτιζαν σύντομα «Γυναίκες του Πόντου»...

1 σχόλιο :